Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

νά περάσω

  • 1 дать

    дать 1) в разн. знач. δίνω дайте, пожалуйста... δώστε, παρακαλώ... дайте им знать ειδοποιείστε τους \дать согласие συμφωνώ \дать концерт δίνω κοντσέρτο; \дать обед παραθέτω γεύμα 2) (разрешить) αφήνω, επιτρέπω дайте мне пройти επιτρέψτε μου να περάσω
    * * *
    1) в разн. знач. δίνω

    да́йте, пожа́луйста... — δώστε, παρακαλώ…

    да́йте им знать — ειδοποιείστε τους

    дать согла́сие — συμφωνώ

    дать конце́рт — δίνω κοντσέρτο

    дать обе́д — παραθέτω γεύμα

    2) ( разрешить) αφήνω, επιτρέπω

    да́йте мне пройти́ — επιτρέψτε μου να περάσω

    Русско-греческий словарь > дать

  • 2 как

    как 1. (вопрос) πώς* как вы поживаете? πώς τα περνάτε; \как ваше имя?, \как вас зовут? πώς σας λένε; \как называется эта улица? πώς ονομάζεται αυτός ο δρόμος; \как пройти в (на)...? πώς, νά περάσω...; \как мне быть? τι να κάνω; 2. со юз όπως, σαν \как хотите όπως θέλετε \как в прошлый раз όπως την περασμένη φορά ◇ в то время \как ενώ, καθώς, εκεί που \как только μόλις с тех пор \как από τότε που \как бы то ни было όπως και να'ναι \как знать ποιος ξέρει \как будто σάμπως, σάματι(ς) \как раз ακριβώς, ίσα ίσα \как раз вовремя ακριβώς στην ώρα \как жаль! τι κρίμα! \как когда εξαρτάται,\как извест яо... όπως είναι γνωστό...
    * * *
    1.
    ( вопрос) πώς

    как вы пожива́ете? — πώς τα περνάτε

    как ва́ше и́мя?, как вас зову́т? — πώς σας λένε

    как называ́ется э́та у́лица? — πώς ονομάζεται αυτός.ο δρόμος

    как пройти́ в (на)...? — πώς νά περάσω...

    2. союз
    όπως, σαν

    как хоти́те — όπως θέλετε

    как в про́шлый раз — όπως την περασμένη φορά

    ••

    в то вре́мя как — ενώ, καθώς, εκεί που

    как то́лько — μόλις

    как бы то ни́ было — όπως και να' ναι

    как бу́дто — σάμπως, σάματι(ς)

    как раз — ακριβώς, ίσα ίσα

    как раз во́время — ακριβώς στην ώρα

    как когда́ — εξαρτάται

    как изве́стно... — όπως είναι γνωστό

    Русско-греческий словарь > как

  • 3 как-нибудь

    как-нибудь 1) κάπως κατά κάποιο τρόπο (каким-л. об разом)9 οπωσδήποτε (любым способом) 2) (когда-нибудь) καμιά φορά, κάποτε я \как-нибудь зайду καμιά φορά θα περάσω
    * * *
    1) κάπως· κατά κάποιο τρόπο (каким-л. образом); οπωσδήποτε ( любым способом)
    2) ( когда-нибудь) καμιά φορά, κάποτε

    я ка́к-нибудь зайду́ — καμία φορά θα περάσω

    Русско-греческий словарь > как-нибудь

  • 4 разрешить

    разрешить 1) (позволить) επιτρέπω, αφήνω· \разрешитьте пройти επιτρέψτε μου να περάσω 2) (решить) λύ(ν)ω
    * * *
    1) ( позволить) επιτρέπω, αφήνω

    разреши́те пройти́ — επιτρέψτε μου να περάσω

    2) ( решить) λύ(ν)ω

    Русско-греческий словарь > разрешить

  • 5 ломить

    ломить
    несов
    1. λυγίζω κάτι, κοντεύω νά σπάσω κάτι·
    2. без λ. ἔχω κομμάρες:
    ло́мит кости πονοῦ τά κόκκαλα \ломитьси
    1. (гнуться под тяжестью) λυγίζω, κάμπτομαι·
    2. (стремиться проникнуть) χυμάω, προσπαθώ νά περάσω (μπῶ)· ◊ \ломиться в открытую дверь ἐκβιάζω ἀνοιχτή πόρτα

    Русско-новогреческий словарь > ломить

  • 6 обходиться

    обходиться
    несов
    1. (обращаться, поступать) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι; плохо \обходиться с кем-л. κακομεταχειρίζομαι κάποιον
    2. (стоить) κοστίζω, στοιχίζω·
    3. (удовлетворяться) βολεύομαι, περνώ μέ...:
    \обходиться ста рублями μπορώ νά περάσω μέ ἐκατό ρούβλια· \обходиться без чего́-л. βολεύομαι χωρίς κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > обходиться

  • 7 прочь

    прочь
    нареч
    1. (в сторону) στήν ἄκ-ρη, πέρα:
    отойти \прочь παραμερίζω (άμεχ.), ἀποτραβιέμαι· уберите \прочь πάρετε τό ἀπό δῶ·
    2. (вон, долой) ἐξω!:
    \прочь с дороги! κάνε στήν ἄκρη!, τραβήξου νά περάσω!· \прочь с глаз моих! χάσου ἀπό τά μάτια μου!· \прочь отси́да! φύγε ἀπ' ἐδῶ!, ξεκουμπίσου!· поди́ \прочь! ξεκουμπίσου ἀπό δω!· ру́кн \прочь! κάτω τά χέρια!· ◊ он был не \прочь... δέν είχε ἀντίρρηση..., ήταν πρόθυμος...

    Русско-новогреческий словарь > прочь

  • 8 дорога

    θ.
    1. δρόμος, οδός•

    просёлочная αγροτικός δρόμος•

    автомобильная дорога αυτοκινητόδρομος, δημοσιά•

    шоссеиная дорога αμαξόδρομος, αμαξιτή οδός•

    водная υδάτινη οδός•

    воздушная дорога εναέρια οδός•

    широкая дорога φαρδύς δρόμος•

    торная дорога (κυρλξ. κ. μτφ.) πεπατημένη (τετριμμένη) οδός•

    большая κύρια οδός•

    сбиться с -и ξεφεύγω από το δρόμο, παραπλανιέμαι, χάνω το δρόμο, παρεκτρέπομαι•

    не знай ко мне -и να μην πατήσει το πόδι σου στο σπίτι μου•

    на половине –и στη μέση του δρόμου, μισοδρομίς, μισόστρατα•

    я встретил его на -е τον συνάντησα καθ'οδόν•

    пуститься в -у ξεκινώ, παίρνω δρόμο•

    воротиться (вернуться) с -и (ή назад) γυρίζω πίσω, επαναστρέφω, παλινδρομώ, αναποδίζω, επανακάμπτω.

    2. πέρασμα, διάβα, δίοδος, διάβαση, διέλευση•

    встать на -е στέκομαι στο δρόμο (εμποδίζω το πέρασμα)•

    дайте мне -у κάνετε μου μέρος να περάσω•

    уступить -у кому-н. κάνω μέρος να περάσει κάποιος.

    3. ταξίδι•

    утомительная дорога κουραστικό ταξίδι•

    веслая дорога ευχάριστο ταξίδι•

    запасти провизии на -у εφοδιάζομαι τρόφιμα γιά το δρόμο•

    отправиться в -у ξεκινώ για δρόμο•

    собраться в -у ετοιμάζομαι για δρόμο (ταξίδι)•

    счастливой -и καλό ταξίδι.

    4. μέσο•

    упорный труд дорога верная дорога к знанию η επίμονη εργασία είναι το σίγουρο μέσο για τη γνώση.

    εκφρ.
    канатная дорога – εναέριος σιδηρόδρομος•
    конно-железная дорогаβλ. конка• туда и дорога εκεί οδηγεί ο δρόμος, έτσι του χρειάζονταν ή του άξιζε, τά 'θελε και τά 'πάθε•
    без -и – χωρίς καθορισμένη κατεύθυνση, απρογραμμάτιστα•
    по -е – α) πηγαίνοντας. β) ίδια κατεύθυνση, γ) ίδια επιδίωξη, ίδια σκέψη•
    дать ή уступить -уκ.τ.τ. α) αναμερώ, παραχωρώ τη θέση (κυρλξ. κ. μτφ.) знать -у ξέρω το δρόμο (γνωρίζω πως να ενεργήσω)•
    перебить (перейти, перебежать – κ.τ, τ.)' προλαβαίνω (προκάνω) πρώτος•
    пойти по плохой ή дурной -е – παίρνω κακό (άσχημο)δρόμο•
    стать ή стоять на -е чьей; стать ή стоять поперк -и кому – στέκομαι, μπαίνω εμπόδιο σέ κάποιον•
    стоять на хорошей ή правильной -е – κρατώ καλή θέση, ακολουθώ σωστό δρόμο•
    он не попал на свою -у – δεν έπεσε εκεί που είχε κλίση.

    Большой русско-греческий словарь > дорога

  • 9 -ка

    μόριο στο τέλος των ρ. στην προστακτική, που προσδίδει σημασία ηπιότητας της προσταγής• παράκλιση, νουθεσία, απλότητα•

    ступай-ка отсюда πήγαινε (φύγε) απ εδώ σε παρακαλώ•

    дайте-ка пройти κάνετε μέρος να περάσω, καλοί μου•

    пойдём-ка садиться за стол πάμε λιγάκι να καθίσομε στο τραπέζι•

    скажи-ка πες μου σε παρακαλώ•

    дайте-ка посмотреть αφήστε με λιγάκι να κοιτάζω.

    || (σημαίνει παρότρυνση)• έλα•

    на-ка выпей έλα πιες•

    ну-ка садись έλα κάθησε.

    || (με ρήματα πρώτου προσώπου μονολεκτικού μέλλοντα σημαίνει αιφνίδια εμφάνιση επιθυμίας ή απόφασης)• να•
    αγοράσω αυτό το βιβλίο•

    напишу-ка я ему письмо θα του γράψω γράμμα.

    Большой русско-греческий словарь > -ка

  • 10 ломить

    ломлю, ломишь ρ.δ.
    1. μ. βλ. ломать (1 σημ.).
    2. σπάζω ορμώντας.
    3. αμ. πονώ, σφάζω•

    -ит кости πονούν τα κόκκαλα•

    -ит в пояснице με σφάζει η μέση.

    4. μ. (απλ.) ακριβαίνω, ανεβάζω την τιμή.
    εκφρ.
    ломить шапку перед кем – υποκλίνομαι ταπεινά.
    1. βλ. ломаться (1 σημ.).
    2. είμαι γεμάτος, κατάμεστος•

    театр -ился от публики το θέατρο ήταν κατάμεστο από το κοινό.

    3. λυγίζω, κάμπτομαι•

    такой урожай на яблоки, что сучья -ятся τέτοια προκοπή στα μήλα, που σπάζουν τα κλαδιά.

    4. προχωρώ, εισδύω βίαια, ορμητικά χυμώ να περάσω.

    Большой русско-греческий словарь > ломить

  • 11 мешать

    ρ.δ. εμποδίζω, κωλύω, παρακωλύω• ενοχλώ•

    не -айте мне пройти μη με εμποδίζετε να περάσω•

    он занят, не -айте ему αυτός είναι απασχολημένος, μην τον ενοχλήτε.

    εκφρ.
    не -ает – δεν πειράζει•
    не -ло бы – δε θα πείραζε ή δε θα ήταν άσχημα.
    1. εμποδίζω, στέκομαι εμπόδιο.
    2. επεμβαίνω,
    ρ.δ.μ.
    1. αναμιγνύω, ανακατώνω•

    кашу ανακατώνω το κουρκούτι•

    мешать ложечкой кофе ανακατώνω τον καφέ με το κουταλάκι.

    2. συμμιγνύω•

    мешать краски συμμιγνύω χρώματα.

    || συμφύρω•

    мешать карты ανακατώνω την τράπουλα.

    3. μπερδεύω, συγχέω•

    я их -ю, они похожи τους μπερδεύω, γιατί μοιάζουν μεταξύ τους.

    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) αναμιγνυομαι, ανακατεύομαι.
    2. μπερδεύομαι.
    3. συγχύζομαι.
    εκφρ.
    ум ή рассудок -ется – συγχύζεται (θολώνει) το μυαλό•
    мешать в уме (в рассудке)κ. мешать умом (рассудком) χάνω τα λογικά μου, μου φεύγει το μυαλό.

    Большой русско-греческий словарь > мешать

  • 12 отведать

    ρ.σ.μ. με γεν. κ. αιτ. (κυρλζ. κ. μτφ.)
    δοκιμάζω• γεύομαι•

    -айте этого вино δοκιμάστε αυτό το κρασί•

    мне пришлось отведать немало горя μου συνέβηκε να περάσω όχι λίγες στενοχώριες (φαρμάκια).

    Большой русско-греческий словарь > отведать

  • 13 пролезть

    -лезу, -лезешь, παρλθ. χρ. пролез
    -ла, -ло, προστκ. пролезь
    ρ.σ.
    1. βλ. лезть (2 σημ.).
    2. μτφ. περνώ, εισχωρώ τα καταφέρω να μπω, να περάσω.

    Большой русско-греческий словарь > пролезть

  • 14 проход

    α.
    πέρασμα, δίοδος, διάβαση, διέλευση•

    фермопильский горный проход το στενό των Θερμοπυλών•

    проход войска διάβαση του στρατεύματος•

    он не дат мне -а αυτός δε μου κάνει μέρος να περάσω•

    проход воспрещн! απαγορεύεται η διάβαση!

    εκφρ.
    задний проход – ο πρωκτός•
    -а ή -у нет (от кого-чего) – ησυχία δε βρίσκεις ή να απαλλαγείς (απ αυτόν, από κάτι)•
    -а ή -у не давать – δεν αφήνω ήσυχο, ενοχλώ πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > проход

  • 15 разрешить

    -шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разрешенный, βρ: -шен, -пгена, -о
    1. ρ.σ.μ.
    επιτρέπω, δίνω άδεια• αφήνω•

    разрешить беспрепятственный вход и выход επιτρέπω ελεύθερατην είσοδο και έξοδο•

    разрешить пить вино επιτρέπωνα πιει κρασί.

    2. λύνω, δίνω λύση•

    разрешить вопрос λύνω το ζήτημα•

    разрешить спор λύνω τη διαφορά.

    || διευθετώ, διακανονίζω, επιλύω•

    разрешить противоречия επιλύω τις αντιθέσεις.

    || απαλλάσσω• αποδεσμεύω• απελευθερώνω•

    разрешить кого–нибудь от обязательства απαλλάσσω κάποιον από τις υποχρεώσεις.

    3. (προστκ.) -й(те) επίτρεψε, επιτρέψτε•

    -йте пройти επιτρέψτε μου (αφήστεμε) να περάσω.

    4. παλ. θεραπεύω, επαναφέρω (όραση, ακοή, ομιλία). || μτφ. λύνω•

    разрешить молчание λύω τη σιωπή.

    1. λύνομαι•

    вопрос -йлся το ζήτημα λύθηκε.

    || διαλύομαι•

    сомнения -лись οι αμφιβολίες διαλύθηκαν.

    2. περατώνομαι, τελειώνω•

    дело -лось η υπόθεσητέλειωσε.

    || τερματίζομαι, καταλήγω•
    болознь -лась кризисом η άρρωστεια κατέληξε σε κρίση.
    4. γεννώ, λευτερώνομαι•

    ока -ла.сь от бремени αυτή γέννησε (λευτερώθηκε από το κοιλιακό βάρος).

    || δημιουργώ, φτιάχνω (μετά από μακρές προσπάθειες).

    Большой русско-греческий словарь > разрешить

  • 16 убрать

    уберу, убершь, παρλθ χρ. убрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. убранный, βρ: убран
    κ. -а, -о ρ.σ.μ.
    1. παίρνω•

    убрать со стола παίρνω τα πιατικά κλπ, από το τραπέζι (μετά το φαγητό).

    || βραχύνω, κοντεύω, μαζεύω, στενεύω, αφαιρώ το περίσσιο μέρος•

    убрать платье в талии μαζεύω το φόρεμα στη μέση•

    -подол на два сантиметра κοντεύω τον ποδόγυρο κατά δυο πόντους.

    2. αφαιρώ, βγάζω, περικόπτω, απορρίπτω (από κείμενο, έργο κ.τ.τ,).
    διώχνω, εκδιώκω•

    -ите его из комнаты πάρτε τον (βγάλτε τον) έξω από το δωμάτιο.

    || παίρνω για εξόντωση, εξοντώνω, φονεύω.
    3. συγκομίζω, συλλέγω, μαζεύω, σηκώνω•

    убрать вес хлеб с полей μαζεύω (σηκώνω) όλο το σιτάρι από τα χωράφια.

    4. βγάζω, θέτω σε αδράνεια, σταματώ τη λειτουργία•

    убрать всла βγάζω τα κουπιά-убрать паруса μαζεύω τα πανιά (σκάφους).

    5. τοποθετώ, βάζω•

    убрать бумаги в ящик παίρνω τα χαρτιά και τα βάζω στο συρτάρι.

    || μαζεώ, περιστέλλω•

    убери тво брюхо, мешает мне пройти μάζεψε την κοιλιά σου, με εμποδίζει να περάσω.

    || συμπερ ιλαβαίνω, κάνω να χωρέσει•

    все слова в одну строчку συμπερ ιλαβαίνω όλες τις λέξεις σε μια σειρά.

    6. (απλ.) τρώγω, κατεβάζω•

    за троих убрать суп για τρεις θα φάω σούπα.

    7. τακτοποιώ, συγυρίζω, διευθετώ, ευτρεπίζω•

    убрать постель συγυρίζω το κρεβάτι•

    убрать комнату συγυρίζω το δωμάτιο.

    || παλ. στολίζω• καλοντύνω• λουσάρω. || καλλωπίζω, κοσμώ.
    1. φεύγω, αναχωρώ•

    он -лся от сюда αυτός έφυγε απ εδώ.

    2. τελειώνω•

    вовремя, убрать с сенокосом έγκαιρα τελειώνω τη χορτοκοπή.

    3. συγυρίζομαι, τακτοποιούμαι, διευθετούμαι, ευτρεπίζομαι.
    4. στολίζομαι, καλοντύνομαι, λουσάρομαι• καλλωπίζομαι.
    5. χωρώ, συμπεριλαβαίνομαι•

    все слова -лись в одну строчку όλες οι λέξεις συμπερ ιλήφτηκαν σε μια σειρά (γραμμή).

    Большой русско-греческий словарь > убрать

  • 17 удаться

    удамся, удашься, удастся, удадимся, удадитесь, удадутся, παρλθ. χρ. удался, -лась, -лось, προστκ. удайся ρ,σ.
    1. πετυχαίνω, κατορθώνω,ευοδώνω, -δούμαι, τελεσφορώ•

    операция -лась η εγχείρηση πέτυχε•

    не -лось вам это делать δεν κατορθώσατε αυτό να το κάμετε•

    дело -лось η υπόθεση τελεσφόρησε•

    эта попытка не -лась αυτή προσπάθεια απέτυχε.

    2. συμβαίνω, τυχαίνω•

    такие красивые места вряд ли ещё удаться увидеть τέτοια ωραία μέρη αμφιβάλλω, αν θα μου τύχει να ξαναδώ•

    мне -лось пройти первым μου έτυχε να περάσω πρώτος.

    3. ομοιάζω•

    сын -лся в отца ο γιος έμοιασε τον πατέρα.

    4. επιτυγχάνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > удаться

См. также в других словарях:

  • περάσω — περά̱σω , περάω 1 drive right through aor subj act 1st sg (attic) περά̱σω , περάω 1 drive right through aor subj act 1st sg (doric aeolic) περά̱σω , περάω 1 drive right through fut ind act 1st sg (attic) περά̱σω , περάω 1 drive right through fut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • αντίπερα — (Α ἀντίπερα, πέραν, πέρην, πέρας Μ ἀντιπέραν κ. ἀντίπεραν) επίρρ. στο απέναντι μέρος, στην απέναντι όχθη ή ακτή, αντίκρυ («ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι στρέψε πίσω για να περάσω αντίπερα»). αρχ. ως επίθ. «Ἀσίδα τ ἀντιπέρην τε» την ασιατική και… …   Dictionary of Greek

  • δίοδος — Ηλεκτρονική συσκευή που παρουσιάζει υψηλότατη αντίσταση σε ηλεκτρικό ρεύμα που τη διασχίζει κατά μία φορά και αμελητέα αντίσταση σε ρεύμα που τη διασχίζει κατά την αντίθετη φορά. Είναι στοιχείο μονής κατεύθυνσης και η λειτουργία της είναι ανάλογη …   Dictionary of Greek

  • διαγκωνίζομαι — (Α διαγκωνίζομαι) νεοελλ. 1. προσπαθώ σπρώχνοντας με τους αγκώνες να ανοίξω δρόμο για να περάσω 2. συνωστίζομαι, συνωθούμαι αρχ. στηρίζομαι στον αγκώνα …   Dictionary of Greek

  • οδοποιώ — ὁδοποιῶ, έω (Α) [οδοποιός] 1. κατασκευάζω οδό, δρόμο («τὰ δένδρα συνεξέκοπτον τήν τε ὁδὸν ὡδοποίουν», Ξεν.) 2. καθιστώ έναν δρόμο βατό («ὁδοποιῶν τὰ ἄβατα ἤ γεφυρῶν τὰ δύσπορα», Λουκιαν.) 3. (για ρεύμα) ανοίγω δρόμο («τρὶς ἐμβαλὸν τὸ ὕδωρ τά τε… …   Dictionary of Greek

  • παραμερίζω — [παράμερα] 1. απομακρύνω κάτι από τη μέση, θέτω παράμερα 2. αποσύρομαι από τη μέση, κάνω στην άκρη κάνω τόπο σε κάποιον για να περάσει ή να καθήσει («παραμέρισε για να περάσω») 3. μτφ. α) υποσκελίζω, παραγκωνίζω β) αγνοώ ηθελημένα …   Dictionary of Greek

  • τραβώ — άω, Ν 1. έλκω, σύρω, μετακινώ προς ορισμένη κατεύθυνση (α. «τράβηξε την καρέκλα πιο κοντά» β. «μη μέ τραβάς» γ. «τού τράβηξε τα αφτιά») 2. (για όπλο) σύρω από τη θήκη, ανασπώ ή σηκώνω (α. «τραβώ το σπαθί» β. «τράβηξε το κουμπούρι») 3. ρίχνω με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»